σέντρα, η, ουσ. [<αγγλ. centre]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το κέντρο του γηπέδου και το λευκό σημάδι που υπάρχει εκεί όπου στήνεται η μπάλα για να αρχίσει το παιχνίδι ή στήνεται η μπάλα μετά από κάθε επιτυχία τέρματος για να ξαναρχίσει το παιχνίδι: «η μπάλα παιζόταν για ένα μεγάλο διάστημα στη σέντρα || μετά  απ’ το γκολ που δέχτηκαν, οι παίχτες έστησαν  πάλι την μπάλα στη σέντρα || έχει τόσο δυνατό σουτ, που δυο φορές πέτυχε γκολ απ’ τη σέντρα». 2. βαθιά παλιά προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας, χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη: «ύστερα από μια ωραία σέντρα, ο τάδε έστειλε με το κεφάλι του την μπάλα ν’ αναπαυθεί στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας»·
- έγινε η σέντρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) άρχισε ο ποδοσφαιρικός αγώνας: «μόλις έγινε η σέντρα, οι φίλαθλοι σταμάτησαν τα συνθήματα κι αφοσιώθηκαν στο παιχνίδι»·
- κάνω σέντρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. σεντράρω·
- κάνω τη σέντρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αρχίζω τον ποδοσφαιρικό αγώνα: «μόλις οι ομάδες έκαναν τη σέντρα, διάφοροι οπαδοί και τον δυο ομάδων άρχιζαν να εκστομίζουν διάφορα εμπρηστικά συνθήματα»·
- σέντρα ακριβείας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) που η μπάλα μετά το χτύπημα από τον παίχτη κατευθύνεται ακριβώς εκεί που βρίσκεται ο συμπαίχτης του: «ο μπακ έστειλε μια σέντρα ακριβείας στο σέντερ φορ»· 
- τον βγάζω στη σέντρα, τον έχω εκτεθειμένο, τον εκθέτω, τον προσβάλλω, τον ξεμπροστιάζω: «δεν έπρεπε μπροστά σε τόσο κόσμο να τον βγάλεις στη σέντρα». Από την εικόνα της μπάλας, που όταν στηθεί στη σέντρα είναι ορατή από όλους τους θεατές·
- τον έχω στη σέντρα, τον κάνω ό,τι θέλω, του φέρομαι όπως μου αρέσει, τον έχω του χεριού μου: «όσο για τον τάδε, μη στενοχωριέσαι καθόλου, γιατί τον έχω στη σέντρα όποια ώρα θέλω». Από την εικόνα της μπάλας που βρίσκεται στη σέντρα και όλοι περιμένουν την ώρα να την κλοτσήσει ο παίχτης για να αρχίσει το παιχνίδι·
- τον κάνω σέντρα, α. για διάφορους λόγους τον στέλνω σε άλλον να τον εξυπηρετήσει: «επειδή βαριόμουν να τον εξυπηρετήσω τον έκαναν σέντρα στο συνάδελφό μου». β. τον διώχνω από την παρέα μου ή από τη δουλειά μου: «μόλις αντιληφθεί κάποιον να κάνει κοπάνα, τον κάνει σέντρα χωρίς δεύτερο λόγο». Από την εικόνα του παίχτη που διώχνει την μπάλα μακριά του·
- τον στέλνω στη σέντρα, τον εκθέτω, τον ξεμπροστιάζω απροκάλυπτα, τον διασύρω: «επειδή τον κατηγορούσε συνέχεια χωρίς λόγο, μόλις τον συνάντησε, τον έστειλε στη σέντρα μπροστά σ’ όλον τον κόσμο». Από την εικόνα του διαιτητή που, μετά από την επιτυχία τέρματος της μιας ομάδας, δείχνει επιτακτικά στους παίχτες της ομάδας που δέχτηκε το τέρμα να πάνε την μπάλα στη σέντρα του γηπέδου για να συνεχιστεί το παιχνίδι.